- χρονολογία
- η, ΝΑνεοελλ.1. ο χρονικός προσδιορισμός γεγονότος σε σχέση με άλλο, σημαντικό, γεγονός, φυσικό ή ιστορικό, που λαμβάνεται ως αφετηρία (α. «χρονολογία από τη γέννηση τού Χριστού» β. «χρονολογία από κτήσεως Ρώμης»)2. το έτος και η ημερομηνία ορισμένου γεγονότος3. η αναγραφή, σε έγγραφο, τού έτους και τής ημερομηνίας σύνταξής του4. η αναγραφόμενη σε έγγραφο ημερομηνία5. επιστήμη που πραγματεύεται την μέτρηση τού χρόνου μέσω τών κανονικών υποδιαιρέσεών του, δηλαδή ωρών, ημερών, μηνών, ετών, για τον χρονικό προσδιορισμό τών γεγονότωναρχ.η αρίθμηση, ο υπολογισμός τού χρόνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -λογία*].
Dictionary of Greek. 2013.